Κήτη — Κήτευς masc nom/voc/acc dual Κήτευς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλόσαυρος — Γένος ζώων της οικογένειας των ζευγλοδοντιδών, που έχει εκλείψει. Τα ζώα αυτά, που ήταν θηλαστικά κήτη, έμοιαζαν στην κατασκευή του σκελετού με τα κήτη και στα δόντια τους με τις φώκιες. Το μήκος του σώματός τους έφτανε τα 20 μ. Απολιθώματά τους… … Dictionary of Greek
CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… … Hofmann J. Lexicon universale
PHOCA — inter minora cete, talia enim Phoca, delphin, hippopotamus; sicut maiora Pristis, orea, balena. E quibus phoca et hippopotamus pilos, pedesque et collum habent: at balenae et delphini corium glabrum et pinnae pro pedibus et pro collo fistula in… … Hofmann J. Lexicon universale
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
κητοτρόφος — κητοτρόφος, ον (Μ) αυτός που τρέφει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
κητοφάγος — κητοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω)] … Dictionary of Greek